- σκουλαρίκι
- Γυναικείο κόσμημα που φοριέται στο αυτί. Τα πρώτα σ. χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού και, όπως και άλλα ατομικά κοσμήματα, είχαν ίσως μαγικό χαρακτήρα. Στους αρχαίους λαούς φορούσαν σ. και οι άντρες και οι γυναίκες. Ενώ αρχικά είχαν μορφή μικρών κύκλων, τα σ. απόχτησαν έπειτα διάφορα σχήματα και κατασκευάζονταν από χρυσάφι, ασήμι και ήλεκτρο. Στην Αίγυπτο, όπου δε φαίνεται να είχαν μεγάλη διάδοση, ήταν για τους άντρες σύμβολα του αξιώματος τους, ενώ για τις γυναίκες διατηρούσαν το διακοσμητικό χαρακτήρα τους. Κατά κανόνα αποτελούνταν από μια μεταλλική πλάκα σε σχήμα δίσκου, από την οποία κρέμονταν πολλές μικρές αλυσίδες, που κι αυτές κατάληγαν σε διάφορα στολίδια, συνήθως τριγωνικά. Οι Σουμέριοι στόλιζαν τα σ. τους με πολύτιμες πέτρες, οι Ασσύριοι - ιδιαίτερα οι άντρες - χρησιμοποιούσαν μεγαλύτερα και συμπαγή σ. Στην Ελλάδα συνηθίζονταν τα σ. σε σχήμα δίσκου με ένα μόνο κρεμαστό στολίδι, αλλά από τον 4o αι. π.Χ. πλουτίστηκαν με κρεμαστούς μικρούς έρωτες ή άλλους φτερωτούς μικρούς θεούς. Οι Ετρού-σκοι χρησιμοποιούσαν πολύ το κίτρινο χρυσάφι για την κατασκευή σ. σε σχήμα δίσκου, μικρού ρόδακα ή κρεμαστών. Στη Ρώμη, κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας, τα σ. στολίζονταν συνήθως με πολύτιμες πέτρες, όχι δουλεμένες· πιο απλά ήταν τα σ. των βαρβαρικών λαών: είχαν σχήμα μισοφέγγαρου ή κρεμαστά στολίδια από υαλόμαζα ή ίασπη. Πρωτότυπα και ιδιαίτερα περίτεχνα ήταν τα βυζαντινά σκουλαρίκια.
Τα αυστηρά έθιμα του Μεσαίωνα οδήγησαν στη σχεδόν απόλυτη κατάργηση των κοσμημάτων· ακόμα και τα σ. καταργήθηκαν, αλλά ξαναγύρισαν θριαμβευτικά με την Αναγέννηση, ως συμπλήρωμα των πολυτελών φορεμάτων της εποχής και ως αποκλειστικά πια γυναικείο στολίδι. Η ιταλική χρυσοχοϊκή δημιούργησε αληθινά αριστουργήματα που τα μιμήθηκε όλη η Ευρώπη: χρυσά αραβουργήματα, πουλιά και λουλούδια στολισμένα με σμάλτο και πολύτιμες πέτρες και κρεμαστά σ. σε σχήμα σταγόνας με μαργαριτάρια. Τα τελευταία έμειναν της μόδας και κατά τους κατοπινούς αιώνες, μαζί με περισσότερο θεαματικά μοντέλα και στολισμένα με πολύτιμους λίθους.
To 18o αι. τα σ. έγιναν μικρά και συχνά στολίζονταν με σμάλτο. Έναν αιώνα αργότερα ο συρμός των καμέων και των μικρογραφιών είχε επέκταση και στα σ. Αργότερα, όταν η χρυσοχοϊκή άρχισε να αξιοποιεί τους πολύτιμους λίθους, τα σ. άλλαξαν πάλι σχήμα για να προσαρμοστούν στη νέα μόδα. Στα τέλη του αιώνα, όταν οι κομμώσεις άφηναν ακάλυπτα τα αυτιά τα σ. άρχισαν να παίρνουν πρωτεύοντα ρόλο μέσα στα κοσμήματα. Ιδιαίτερη επιτυχία είχαν την εποχή του «Νέου Ρυθμού» που δημιούργησε σ. με πολύ παράξενα σχήματα και μοτίβα. Πολλές και πρωτότυπες είναι οι δημιουργίες των σύγχρονων κοσμηματοποιών, που κατορθώνουν να δώσουν ιδιότυπες ερμηνείες στο ανεξάντλητο υλικό του παρελθόντος. Τα νεώτερα όμως δημιουργήματα καθρεφτίζουν τους προσανατολισμούς και τις τάσεις της μοντέρνας τέχνης, που προκάλεσε και στον τομέα αυτό ριζική μεταβολή σχημάτων και σχεδίων.
Στους πρωτόγονους λαούς τα σ. χρησιμοποιούνται ακόμα πολύ (συχνά και από τους άντρες) σε σχήματα που ποικίλλουν από τους απλούς κρίκους που εμφυτεύονται στους λοβούς ως τα πολύπλοκα σ. αποτελούμενα από πολυάριθμα κρεμαστά στοιχεία. Το πιο τυπικό σχήμα σ. των πρωτόγονων λαών είναι κρίκοι ή κύλινδροι καρφωμένοι μέσα στους λοβούς. Συχνά χρησιμοποιούνται σ. τόσο βαριά, που προκαλούν παραμορφώσεις του λοβού· μερικές φορές μάλιστα παίρνουν απίστευτες διαστάσεις και φτάνουν ως τους ώμους ή και πιο κάτω. Το στρογγυλό αυτό κόσμημα, μπορεί να είναι από ξύλο, ελεφαντόδοντο ή πήλινο, και στη Νότια Αμερική όπου χρησιμοποιείται κυρίως ονομάζεται μποτόκο. Το συναντάμε επίσης στην κεντρική και ανατολική Αφρική, στην Παπουασία, στην Ινδονησία κ.α.
Το σκουλαρίκι χρησιμοποιείται από την εποχή του χαλκού, με μαγικό ίσως χαρακτήρα στην αρχή, έως την εποχή μας. Εδώ, σκουλαρίκια του 4ου αιώνα π.Χ.
* * *το / σχολαρίκιον, ΝΜ, και, σκολαρίκι Ν1. κόσμημα που κρεμιέται από το αφτί, ενώτιο2. ναυτ. ιμάντας, σχοινί, ταινία από ανθεκτικό υλικό ή μέταλλο που χρησιμεύει για σύσφιγξη ή στερέωση εργαλείου ή άλλου αντικειμένου με περίζωσή του3. φρ. α) «να τό βάλεις [ή να τό κρεμάσεις] σκουλαρίκι» — λέγεται κυρίως σε κάποιον για κακό που έχει κάνει και χρησιμοποιείται ως απειλήβ) «σκουλαρίκι [ή σκουλαρίκια] τής βασίλισσας»βοτ. κοινή ονομασία τών ελληνικών ειδών τού γένους impotiens και, ιδίως, τού Impotiens balsamica, γνωστού με τη λόγια ονομασία βαλσαμίνη η σουλτανική, καθώς και τών ανθέων τους, αλλ. γάλανθος ή φούξιαγ) «βάζω σκουλαρίκι στον μακαρά»ναυτ. τροπώ τον τρόχιλο, τόν συνδέω με σχοινί.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σκολαρίκι < μσν. σχολαρίκιον < σχολαρικόν ἐνώτιον, δηλ. σκουλαρίκι που φορούσαν οι σχολάριοι, φρουροί τών ανακτόρων στο Βυζάντιο. Η άποψη ότι ο τ. έχει σχηματιστεί < αρχ. σκόλλυς «τρόπος κουρέματος» δεν θεωρείται πιθανή. Ο τ. σκουλαρίκι < σκολαρίκι με κώφωση τού -ο- σε -ου- κατ' επίδραση τού προηγούμενου συμφώνου (πρβλ. κόμαρον: κούμαρο)].
Dictionary of Greek. 2013.